- προμηθεύω
- προμηθεύω, προμήθευσα και προμήθεψα βλ. πίν. 19
, βλ. πίν. 17
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προμηθεύω — προμήθεψα, προμηθεύτηκα, φροντίζω για κάτι, χορηγώ, εφοδιάζω: Το σπίτι μου το προμηθεύω απ όλα τα απαραίτητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμηθεύω — ΝΜΑ [προμηθής] νεοελλ. παρέχω, χορηγώ, εφοδιάζω 2. (το μέσ.) προμηθεύομαι προσπορίζομαι, εφοδιάζομαι με τα αναγκαία («κάθε Σάββατο προμηθεύομαι τρόφιμα για όλη την εβδομάδα») μσν. αρχ. (μόνο το μέσ.) φροντίζω εκ τών προτέρων, προνοώ για κάτι … Dictionary of Greek
εφοδιάζω — (ΑΜ ἐφοδιάζω, Α και ιων. τ. ἐποδιάζω) [εφόδιον] 1. παρέχω εφόδια, προμηθεύω σε κάποιον τα αναγκαία για την πορεία ή την εκστρατεία 2. παρέχω τα μέσα, τα εφόδια για κάτι, προμηθεύω 4. μέσ. εφοδιάζομαι προμηθεύομαι, παίρνω κάτι για τον εαυτό μου… … Dictionary of Greek
παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α … Dictionary of Greek
ποδένω — Ν 1. φορώ σε κάποιον τα υποδήματα του 2. προμηθεύω σε κάποιον υποδήματα, τού αγοράζω υποδήματα 3. μέσ. ποδένομαι φορώ τα παπούτσια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὑποδέω «φοράω, προμηθεύω υποδήματα», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος] … Dictionary of Greek
προσεκπορίζω — Α προμηθεύω, παρέχω κάτι ακόμη («χρηστόν τι προσεκπορίζουσι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκπορίζω «προμηθεύω»] … Dictionary of Greek
αλφάνω — ἀλφάνω (Α) 1. έχω όφελος, αποφέρω κέρδος, κερδίζω 2. αποκομίζω, παίρνω, βρίσκω 3. φρ. «ἀλφάνω φθόνον», προκαλώ τον φθόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. τής Αρχαίας γνωστός ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ (ἦλφον). Σπανιότερα το ρ.… … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
διοικώ — (AM διοικῶ, έω) [οικώ] 1. ρυθμίζω, διευθετώ, διαχειρίζομαι 2. επαρκώ, φτάνω αρχ. μσν. είμαι επίτροπος μσν. 1. μέσ. κυβερνιέμαι, κανονίζω τη ζωή μου, περνώ τον καιρό μου 2. (για φατρίες τού Ιπποδρόμου) ενεργώ ως διευθυντής, ως υπεύθυνος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εισπορίζω — εἰσπορίζω (AM) μσν. μέσ. αποκτώ αρχ. προμηθεύω … Dictionary of Greek